- πλημμελημάτων
- πλημμέλημαfaultneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δήμαρχος — Ο αιρετός άρχοντας του δήμου. Στην αρχαία Αθήνα οι δ. εκλέγονταν για έναν χρόνο και ήταν εξουσιοδοτημένοι να συγκαλούν τη συνέλευση των δημοτών και να φροντίζουν για την εκτέλεση των αποφάσεών της, να διαχειρίζονται τα χρήματα του δήμου, να… … Dictionary of Greek
ιατρείο — το (ΑΜ ἰατρεῑον, Α και ιων. τ. ἰητρεῑον) [ιατρεύω] ο χώρος στον οποίο ο γιατρός δέχεται τους ασθενείς για εξέταση μσν. αρχ. 1. η εκκλησία, ως «ἰατρεῑον τῶν ψυχῶν» 2. η προσευχή, ως «ἰατρεῑον τῶν πλημμελημάτων» αρχ. 1. μέσο θεραπείας 2. στον πληθ … Dictionary of Greek
φυλάκιση — η, Ν 1. εγκλεισμός σε φυλακή 2. το να είναι κανείς μέσα στη φυλακή, η κατάσταση τού φυλακισμένου ή τού υποδίκου 3. (νομ.) ποινή στερητική τής ελευθερίας και διάρκειας από δέκα ημέρες έως πέντε έτη, η οποία επιβάλλεται με δικαστική απόφαση στους… … Dictionary of Greek
αγορανομικά αδικήματα — Πράξεις ή παραλείψεις που αφορούν τη διάπραξη ορισμένων αδικημάτων που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις σχετικές διατάξεις του Αγορανομικού Κώδικα. Οι διατάξεις αυτές αφορούν τη ρύθμιση και τον έλεγχο των τιμών των αγαθών, τα ποσοστά κέρδους … Dictionary of Greek
Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια — Ποινικά δικαστήρια, στα οποία εντάσσονται τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια και τα μεικτά ορκωτά εφετεία. Το μεικτό ορκωτό δικαστήριο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό των κακουργημάτων (εκτός από αυτά που ανήκουν στην αρμοδιότητα των… … Dictionary of Greek